- ἐπιμέτρησις
- ἐπιμέτρησιςmeansfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιμετρήσει — ἐπιμέτρησις means fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιμετρήσεϊ , ἐπιμέτρησις means fem dat sg (epic) ἐπιμέτρησις means fem dat sg (attic ionic) ἐπιμετρέω measure out to aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιμετρέω measure out to fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμέτρησιν — ἐπιμέτρησις means fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμέτρηση — η (AM ἐπιμέτρησις) [επιμετρώ] το να προστίθεται κάτι νεοελλ. φρ. «επιμέτρηση ποινής» η προσαρμογή εκ μέρους τού δικαστηρίου τής ποινής που προβλέπει ο νόμος για αξιόποινη πράξη ανάλογα με τη βαρύτητα και τις συνθήκες τού τελεσθέντος εγκλήματος… … Dictionary of Greek